ἀσκούμενος

ἀσκούμενος
ἀσκέω
work
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
ἀσκόομαι
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • ανάταση — η (AM ἀνάτασις) [ανατείνω] η ενέργεια του ανατείνω, η τάση προς τα επάνω, ανύψωση νεοελλ. 1. μτφ. ψυχική μεταρσίωση, έξαρση του πνεύματος 2. (Γυμν.) άσκηση στην οποία ο ασκούμενος υψώνει τα χέρια του κατακόρυφα προς τα επάνω με τις παλάμες… …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • Βιτάλης, Γεώργιος — (Υστέρνια, Τήνος 1840 – Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1901).Γλύπτης. Εξάδελφος των γλυπτών Φυτάλη, εγκαταστάθηκε νεότατος στην Αθήνα και μαθήτευσε στο εργαστήριό τους ασκούμενος κυρίως στη μαρμαρογλυφία, ενώ παράλληλα σπούδαζε στο πολυτεχνείο με καθηγητή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”